Τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για το πρόσφατο ταξίδι μου στον Έβρο. Στην όμορφη περιοχή των συνόρων της Ελλάδας με την Τουρκία 200 μετανάστες περίπου τη μέρα, οι περισσότεροι sans papiers, εισέρχονται στη χώρα και συλλαμβάνονται από τη Frontex, που έχει επεκτείνει τη δραστηριότητά της και στην περιοχή αυτή, η οποία πλέον δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση από κάθε άλλη, και τη δέχεται περισσότερο από ποτέ.
Μερικά στατιστικά στοιχεία διαγράφουν το περίβλημα μιας θλιβερής πραγματικότητας. Περισσότερο από το 70% της μεταναστευτικής ροής προς την Ευρώπη διέρχεται από την Ελλάδα. Το 2010 ο Έβρος δέχτηκε περισσότερες από 47.000 αφίξεις, μια αύξηση της τάξης του 522% σε σχέση με το 2009, και με τη Frontex να χαρακτηρίζει την κατάσταση «ιδιαίτερα κρίσιμη».
Όλοι συζητούμε για τα θέματα αυτά, όλοι γινόμαστε μάρτυρες μιας Αθήνας που καταρρέει, όλοι γκρινιάζουμε για την τραγική κατάσταση χωρίς προηγούμενο, όλοι συμφωνούμε ότι το μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα πολυδιάστατο και σύνθετο και ότι απλές, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.
Ωστόσο, το κείμενο αυτό δεν αφορά το μεταναστευτικό πρόβλημα με τις πολλαπλές διαστάσεις και τις πολιτικές προεκτάσεις του. Αφορά ένα θέμα απλό, μονοδιάστατο, αδιαμφισβήτητο, απαράδεκτο και δυστυχώς άγνωστο για τους περισσότερους. Αφορά τη μεγάλη ανθρωπιστική κρίση που εκτυλίσσεται στα κρατητήρια του Έβρου.
Στα κρατητήρια στο Φυλάκιο, το Σουφλί, το Τυχερό και στις Φέρες λαμβάνει χώρα ένα πολλαπλό ανθρώπινο δράμα. Οι χώροι κράτησης φιλοξενούν 4 και 5 φορές τη χωρητικότητά τους - στο Σουφλί, με τις χειρότερες συνθήκες από πλευράς υπερπληθυσμού, κρατούνται 150 άτομα σε χώρο για 30. Στο Φυλάκιο (όνομα και πράγμα), όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος χώρος κράτησης, 550 άτομα κρέμονται και ουρλιάζουν από τα κάγκελα μέσα από 7 μεγάλες κλούβες χωρητικότητας 374 ατόμων. Το σκηνικό εκεί είναι πολύ αγριευτικό και οι φωνές, αξέχαστες, σε στοιχειώνουν τα βράδια.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν προαυλίζονται. Ποτέ. Ο νόμος προβλέπει αυστηρές ποινές για τους αστυνομικούς σε περιπτώσεις διαφυγής - και δεν είναι διατεθειμένοι να το ρισκάρουν. Οι περισσότεροι κρατούμενοι είναι μέσα για 3 και 4 μήνες, με maximum τους 6. Τα κελιά είναι παλιά, σκοτεινά, βρόμικα και κρύα, πολύ κρύα - ο χειμώνας στον Έβρο δεν αστειεύεται και θέρμανση, βεβαίως, δεν υπάρχει. Οι κρατούμενοι κοιμούνται στο πάτωμα σε sleeping bags που τους προμηθεύουν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, μια οργάνωση που δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε περιοχές ανά τον κόσμο με ανθρωπιστική κρίση, όπως η Αϊτή, η Λιβύη, η Ιαπωνία, και, από το 2010, ο Έβρος.
Κανείς δεν μπαίνει στα κελιά, παρά σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, και οι κρατούμενοι αναγκάζονται να καθαρίζουν μόνοι τους, συχνά μόνο με νερό. Στο Σουφλί, 150 άντρες μοιράζονται μια τουαλέτα, η άλλη είναι κατειλημμένη από 3-4 άτομα που κοιμούνται εκεί. Στον ίδιο χώρο κράτησης άλλοι 3 κοιμούνται σε ένα υπερβολικά μικρό πατάρι. Στο Τυχερό (;) ο χώρος κράτησης δεν έχει καν παράθυρο, στα κρεβάτια οι κρατούμενοι κοιμούνται 3-3, ενώ ο βόθρος στάζει πάνω σε 2 από αυτά - οι άνθρωποι βάζουν μια σακούλα που γεμίζει κάθε τόσο. Οι κρατούμενοι δεν έχουν ρούχα, είναι συνήθως με τα ίδια από τότε που μπήκαν μέσα. Η μυρωδιά είναι δυσβάσταχτη. Το νερό στο μπάνιο, αν λειτουργεί, είναι πάντα κρύο. Οι πιο συχνές ασθένειες, σωματικές και ψυχικές, σχετίζονται άμεσα με τις συνθήκες κράτησης: πνευμονίες, μολύνσεις, έντονο στρες.
Οι περισσότεροι από τους λίγους επισκέπτες εδώ φοβούνται ή σιχαίνονται να μπουν στα κελιά. Κακώς. Μόνο περνώντας πάνω από ανθρώπινα κορμιά (τους πατάς, δεν γίνεται αλλιώς) και συνομιλώντας μαζί τους σε μείγμα από γαλλικά, αγγλικά και νοηματική καταλαβαίνεις το μέγεθος του δράματος. Σου λένε ιστορίες: από πού είναι, πώς ήρθαν, πού θέλουν να πάνε – κανείς δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα.
Είναι πολύ θυμωμένοι. Περιγράφουν πώς Έλληνες δικηγόροι τούς παίρνουν χρήματα και εξαφανίζονται, σου δείχνουν και τις επαγγελματικές τους κάρτες («ο Δικηγορικός Σύλλογος τι κάνει», σκέφτομαι). Η μπλε κάρτα προσωρινής παραμονής (για έναν μήνα) είναι απαραίτητη για να μπουν σε λεωφορείο ή τρένο: αυτό σημαίνει ότι όλοι, οικειοθελώς, περνούν από τη διαδικασία προσαγωγής, με απώτερο σκοπό να βρεθούν, κάποια στιγμή, στην Αθήνα, όπου βρίσκονται συμπατριώτες τους και όπου μπορούν να βρουν κάποιας μορφής οργανωμένη υποστήριξη.
Οι αστυνομικοί εδώ ζουν, επίσης, το δικό τους δράμα. Αντιμετωπίζοντας αυτές τις συνθήκες καθημερινά, επιβαρύνονται ιδιαίτερα ψυχολογικά. Τονίζουν πως δεν μπορούν να κάνουν κάτι, πως δεν εξαρτάται από αυτούς. Πως τα λένε στην Αθήνα, αλλά κανείς δεν ακούει. Πως δεν κοιμούνται πλέον ποτέ ήρεμα τα βράδια.
Η τραγική κατάσταση που εκτυλίσσεται εδώ δεν οφείλεται καθόλου σε έλλειψη πόρων ή δυνατοτήτων. Χώροι που μπορούν να μετατραπούν σε κρατητήρια υπάρχουν, προσωρινές λύσεις με περιφραγμένα κοντέινερ επίσης υπάρχουν - οι πόροι προέρχονται από το European Refugee Fund, λεφτά, δηλαδή, υπάρχουν.
Ακόμα και στους υπάρχοντες χώρους, οι έστω κατ' ελάχιστον αποδεκτές συνθήκες κράτησης απαιτούν προαυλισμό, θέρμανση, στοιχειώδη καθαριότητα... στοιχειώδη ανθρωπιά. Κάτι που οι άνθρωποι εδώ έχουν χάσει προ πολλού με τον καθημερινό εκφυλισμό τους. Μπαίνουν ταλαιπωρημένοι, βγαίνουν τρελοί.
Η κρίση στον Έβρο δεν εντάσσεται στο ευρύτερο μεταναστευτικό ζήτημα. Αφορά μια ανθρωπιστική κρίση, η οποία εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, μια ευρωπαϊκή χώρα, και αφορά συνθήκες διαβίωσης ανεπίτρεπτες για οποιονδήποτε άνθρωπο, από όπου κι αν προέρχεται και για τον οποιονδήποτε λόγο κράτησης.
Έχοντας δει από κοντά αυτή την κρίση, απόρησα πώς είναι δύνατον να μην ακούμε γι' αυτό το θέμα, πώς γίνεται να μην αναφέρεται στα media, να μη συζητείται, να μην το γνωρίζω εγώ, εγώ που ασχολούμαι. Θεωρούσα ότι οι δημοσιογράφοι δεν παίρνουν εύκολα άδεια επίσκεψης, αλλά έκανα λάθος. Γιατί ρώτησα και έμαθα. Έμαθα ότι αρκετοί έχουν έρθει, αλλά δεν γράφουν. Από έγκριτο μέσο, έγκριτη δημοσιογράφος μού είπε ότι «υπάρχει γραμμή να μη γράφουμε γι' αυτό το θέμα».
Μπαίνοντας στο αεροπλάνο της επιστροφής, χάζευα ένα ξανθό κοριτσάκι που έτρεχε, παίζοντας με τον μπαμπά του. Με ζεστά ρούχα. Ταϊσμένο. Ελεύθερο. Χαρούμενο. Και ένιωσα την αντίθεση πολύ έντονα. Δυστυχώς, ξεχνάμε υπερβολικά συχνά πως το γεγονός ότι βρισκόμαστε εδώ και όχι εκεί είναι καθαρά και μόνο θέμα τύχης.
Ελένη Πετρίδου – Lifo